- αρραβωνίζω
- см. αρραβωνιάζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρραβωνίζω — (Μ ἀρραβωνίζω, Α ομαι) [αρραβών] 1. αρραβωνιάζω 2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» γι αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες) αρχ. μσν. αρραβωνίζομαι 1. εγγυώμαι, αποδέχομαι 2.… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek